- ἀνεψιότης
- ἀνεψι-ότης, ητος, ἡ,A relationship of cousins, esp. in phrase
ἐντὸς ἀνεψιότητος Pl.Lg. 871b
, Lexap.D.43.57.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐντὸς ἀνεψιότητος Pl.Lg. 871b
, Lexap.D.43.57.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανεψιότης — ἀνεψιότης, η (Α) η συγγένεια των εξαδέλφων, κυρίως των πρώτων … Dictionary of Greek
ἀνεψιότης — relationship of cousins fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεψιότητος — ἀνεψιότης relationship of cousins fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)